en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)
  • Interpretations

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)

συνή - σωμα

  • συνηβάω
  • συνηβολέω
  • συνηβολίη
  • σύνηβος
  • συνηγέομαι
  • συνηγμένως
  • συνηγορέω
  • συνηγόρημα
  • συνηγορητέον
  • συνηγορία
  • συνηγορικός
  • συνήγορος
  • συνῃδέατε
  • συνήδομαι
  • συνηδύνω
  • συνήθεια
  • συνηθέομαι
  • συνήθης
  • συνηθία
  • συνηκολουθηκότως
  • συνήκοος
  • συνήκω
  • συνηλικία
  • συνηλικιώτης
  • συνῆλιξ
  • συνηλόω
  • σύνηλυς
  • συνηλυσίη
  • συνήλωσις
  • συνημέρευσις
  • συνημερευτής
  • συνημερεύω
  • συνημερόομαι
  • συνημμένως
  • συνημοσύνη
  • συνήμων
  • συνήνεμος
  • συνηνιοχέω
  • συνηνωμένως
  • συνήορος
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  • 22
  • 23
  • 24
  • 25
  • 26
  • 27
  • 28
  • 29
  • 30
  • 31
  • 32
  • 33
  • 34
  • 35
  • 36
  • 37
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.